- μονοτάξιος
- -α, -ο(για σχολείο), που έχει μια μόνο τάξη ή ένα δάσκαλο που διδάσκει σε όλες τις τάξεις, το μονοθέσιο σχολείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονοτάξιος — α, ο 1. (για σχολή) αυτός που έχει μία τάξη, αυτός στον οποίο η φοίτηση διαρκεί ένα έτος («μονοτάξιο τεχνικό σχολείο») 2. φρ. «μονοτάξιο δημοτικό σχολείο» δημοτικό σχολείο στο οποίο όλοι οι μαθητές διδάσκονται από έναν δάσκαλο στην ίδια αίθουσα.… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
εξατάξιος — α, ο που έχει έξι τάξεις ή που έχει έξι δασκάλους (πρβλ. μονοτάξιος, τριτάξιος κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)